- σακχαροφόρος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ναυτός που παράγει ή περιέχει σάκχαρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + -φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek